- ὠμηστήρ
- ὠμησ-τήρ, ῆρος, ὁ, = sq., Opp.H.5.324.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμηστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ ὠμηστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ὠμηστής, με επίθημα τήρ*] … Dictionary of Greek
ὠμηστῆρα — ὠμηστήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηστῆρι — ὠμηστήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηστῆρος — ὠμηστήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμηστῆρσι — ὠμηστήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)